ριπιένο

ριπιένο
το, Ν
άκλ. μουσ. το σύνολο τής ορχήστρας που διαλέγεται με την ομάδα τών σολιστών στο ιταλικό κοντσέρτο γκρόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ripieno «πλήρης, γεμάτος» < ri- (< λατ. re-) + pieno «γεμάτος» (< λατ. plenus «γεμάτος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”