- ριπιένο
- το, Νάκλ. μουσ. το σύνολο τής ορχήστρας που διαλέγεται με την ομάδα τών σολιστών στο ιταλικό κοντσέρτο γκρόσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ripieno «πλήρης, γεμάτος» < ri- (< λατ. re-) + pieno «γεμάτος» (< λατ. plenus «γεμάτος»)].
Dictionary of Greek. 2013.